ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η αδίστακτη ντόπια Χούντα, σε αγαστή σύμπνοια με την χούντα της υπερεθνικής ελίτ που εκπροσωπεί η Τρόικα, υιοθέτησαν μια δανειακή συνθήκη που ακόμη και το κύριο άρθρο της Βρετανικής Independent την παρομοίαζε με τη συνθήκη των Βερσαλλιών, (η οποία είχε στόχο το οικονομικό γονάτισμα της ηττημένης στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο Γερμανίας), ενώ η μεγάλη κεντροαριστερή Ισπανική εφημερίδα El Pais την χαρακτήριζε ως μια «πελώρια μεταφορά κυριαρχίας, πιθανώς τη μεγαλύτερη που υπέστη μια χώρα εν καιρώ ειρήνης». Φυσικά, η δική μας ελίτ, δια του δοτού Τραπεζίτη πρωθυπουργού, δήλωνε «πολύ ευτυχής» την ημέρα που προσυπέγραφε και την τυπική πια αποικιοποίηση της Ελλάδος απο την ΕΕ. Και αυτό, τη στιγμή που δεν υπάρχει σοβαρός διεθνής οικονομολόγος που να μην παραδέχεται ότι η συνθήκη αυτή είναι απλά ένα μέσο αναβολής της τυπικής χρεοκοπίας της χώρας, μέχρις ότου θωρακιστεί η υπόλοιπη Ευρωζώνη και ιδιαίτερα οι αδύνατοι κρίκοι της στη περιφερειακή Νότια Ευρώπη από οποιαδήποτε μεταδοτικά συμπτώματα, αλλά και –το κυριότερο-να εξασφαλιστεί ότι η συνθήκη αυτή θα δέσει χειροπόδαρα, ακόμη και Συνταγματικά, τον Ελληνικό λαό για πολλές δεκαετίες, ανεξάρτητα από τις αλλαγές του πολιτικού προσωπικού στη κυβέρνηση, ότι όχι μόνο θα ξεπληρώσει (για πολλοστή φορά) όλα τα χρέη, χωρίς κανένα πια δικαίωμα νέου κουρέματος στο μέλλον, αλλά και ότι θα ξεπουλήσει κάθε κοινωνικό αγαθό και υπηρεσία στις πολυεθνικές που θα εισβάλλουν στη χώρα υπό τη μορφή «επενδύσεων» . Αυτό, αφού στο μεταξύ θα έχει γίνει και μια τυπική χρεοκοπία που θα ελέγχεται όμως πάλι από τις ελίτ και θα συνοδεύεται από προσωρινή έξοδο από την Ευρωζώνη, ώστε όχι μόνο να αγοραστεί ο κοινωνικός μας πλούτος στις σημερινές ευτελισμένες λόγω κρίσης τιμές, αλλά και σε υποτιμημένο νόμισμα !
Φυσικά, τα παραπάνω δεν σημαίνουν, όπως υποστηρίζουν και οι εθναμύντορες, ότι αντιμετωπίζουμε κάποια ξένη επίθεση και κατοχή, όπως η αντίστοιχη Γερμανική στον πόλεμο. Μολονότι και τώρα έχουμε επίσης ένα είδος κατοχής και έχουμε απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, η διαφορά είναι ότι τώρα έχουμε μια οικονομική και όχι στρατιωτική κατοχή, η δε απώλεια εθνικής κυριαρχίας που σίγουρα υφιστάμεθα δεν είναι συνέπεια στρατιωτικής καταστροφής, αλλά συνέπεια οικονομικής καταστροφής. Και η διαφορά αυτή είναι κρίσιμη. Διότι ενώ στην πρώτη περίπτωση ο εχθρός είναι ορατός διά γυμνού οφθαλμού και εύκολα συνενώνει εναντίον του ολόκληρο τον λαό της κατεχόμενης χώρας στην αποπομπή του από τις πόλεις και τα χωριά που ανδρώθηκε, στη δεύτερη περίπτωση ο «εχθρός» φαίνεται μόνο όταν έχει συνειδητοποιηθεί η φύση του ως ένα κοινωνικό-οικονομικό σύστημα, και μέχρι τότε μπορεί εύκολα να αποπροσανατολίζονται τα θύματα της κατοχής αυτής, από τους εγχώριους συμμάχους των ξένων θυτών που δεν υφίστανται στον ίδιο βαθμό τις συνέπειες της οικονομικής καταστροφής, αν δεν ωφελούνται κιόλας απο αυτές!
Και για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα. Η σημερινή οικονομική καταστροφή οδηγεί στην εξαθλίωση και την φτωχοποίηση της πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού, δηλαδή των λαϊκών στρωμάτων που εξαναγκάζονται να δουλεύουν για μισθούς πείνας, ή ωθούνται στην ανεργία στην οποία ήδη καταδικάζονται οι μισοί σχεδόν νέοι μας, με μόνη διέξοδο την μετανάστευση (για όσους μπορούν) ή την φτώχεια, τα ναρκωτικά και τελικά την αυτοκτονία για κάποιους. Σήμερα, τα λαϊκά στρώματα που καταστρέφονται οικονομικά δεν ανήκουν μόνο στα παραδοσιακά στρώματα των φτωχών εργατών, αγροτών καθώς και των αυτο-απασχολούμενων κάθε είδους, αλλά περιλαμβάνουν και την κρατικοδίαιτη μεσαία τάξη που δημιούργησε η ψευτοανάπτυξη «με ξένα κόλλυβα» (του ΠΑΣΟΚ κυρίως) στη μεταπολίτευση. Γιατί είναι ακριβώς αυτή η μεσαία τάξη που σήμερα κτυπιέται αλύπητα, όχι γατί είναι οι «κακοί» Γερμανοί που το επιβάλλουν, ή η «κακιά» και «τιμωρητική» Ευρώπη,[1] σε αντίθεση με την «Ευρώπη των λαών» της «δημοκρατίας» και της «κοινωνικής δικαιοσύνης», που ήταν βεβαια απλα ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα, στο οποίο στηριζόταν η ΕΟΚ και στη συνέχεια η ΕΕ. Ούτε γιατί, όπως εντελώς ανιστόρητα υποστηρίζεται, «η υπαρκτή κρίση των δύο τελευταίων ετών έφερε στο προσκήνιο κοινωνικές δυνάμεις, που είτε χάρη ταξικών συσχετισμών ή πραγματικών δυνατοτήτων αναδιανομής κατά το παρελθόν, ποτέ δεν είχαν αποκτήσει το προβάδισμα στην χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της ΕΕ”.[2] Και φυσικά το ίδιο ανιστόρητος είναι ο ισχυρισμός ότι ο Κεϊνσιανισμός τέθηκε σε διωγμό απο τον σημερινό αντιδραστικό συσχετισμό δυνάμεων στην ΕΕ που επιδιώκει την αναδιανομή του πλούτου, και ότι τα μνημόνια --σε μια προσέγγιση που πλησιάζει, (με “Μαρξιστική” ορολογία) μια συνωμοσιολογική θεωρία-- δεν σχεδιαστήκαν παρά για να θέσουν το θεσμικό και οικονομικό πλαίσιο “ώστε ν’ αναδιαρθρωθεί η κοινωνία σε αντιδραστική κατεύθυνση: να συσσωρευτεί ο πλούτος σε λίγα χέρια, να ενισχυθούν τα κέρδη και ο εργοδοτικός δεσποτισμός, να αποδομηθούν τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα να αυξηθεί η “ελαστικότητα” της εργασίας”.[3] Και δεν είναι μόνο ανιστόρητες αυτές οι απόψεις, αλλά και προδίδουν παντελή έλλειψη κατανόησης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, την οποία ερμηνεύουν συνήθως ως ιδεολογία ή ως κακή πολιτική, και όχι σαν δομικό καπιταλιστικό φαινόμενο, όπως σύγχρονες προσεγγίσεις που ξεπερνούν έναν ξεπερασμένο Μαρξισμό κάνουν.[4]
Στην πραγματικότητα, όπως έδειξα αλλού,[5] όλα άρχισαν πολύ νωρίτερα, σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, με την ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Αγοράς το 1993, όταν θεσμοποιήθηκε η Πράξη Ενιαίας Αγοράς, η οποία καθιέρωνε την ελεύθερη διακίνηση των εμπoρευμάτων, τoυ κεφαλαίoυ και της εργασίας μέσα στην Κoινότητα, με την κατάργηση όλων των μη δασμoλoγικών εμπoδίων. Αυτό σήμαινε, όχι μόνο το άνοιγμα, αλλά και την «απελευθέρωση» από κοινωνικούς ελέγχους των τεσσάρων αγορών (αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου και εργασίας) ―τις γνωστές «4 ελευθερίες». Η oλoκλήρωση της Ευρωπαϊκής αγoράς κρίθηκε αναγκαία στo πλαίσιo της εντεινόμενης διεθνoπoίησης της καπιταλιστικής oικoνoμίας της αγοράς και τoυ oξυνόμενoυ ανταγωνισμoύ με τα άλλα μπλόκ τoυ διεθνoύς κεφαλαίoυ, δηλαδή τo Αμερικανικό και των χωρών της Ν.Α. Ασίας. Όμως, τo πρόβλημα ανταγωνιστικότητας για τα μητροπολιτικά κέντρα της ΕΟΚ ήταν εντελώς διαφορετικό από το αντίστοιχο πρόβλημα στις περιφερειακές χώρες. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στo κέντρo (με δεδoμένη την υψηλή παραγωγικότητα των μητρoπoλιτικών χωρών) εξαρτάται κυρίως από τη συγκράτηση τιμών και μισθών ώστε να μπορούν να ανταγωνιστούν τα Γερμανικά π.χ. βιομηχανικά προϊόντα τα φθηνότερα προϊόντα made in China, είτε αυτά παράγονται από θυγατρικές είτε από εγχώριες επιχειρήσεις. Αντίθετα, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στις περιφερειακές χώρες μέσα στην ΕΟΚ/ΕΕ, όπως η Ελλάδα, εξαρτάται από τη μέσω νέων επενδύσεων βελτίωση της παραγωγικότητας. Το πρόβλημα δηλαδή σε αυτές τις χώρες ήταν αναπτυξιακό και αφoρούσε τη δημιoυργία μιας ισχυρής παραγωγικής βάσης με αντίστoιχα επίπεδα παραγωγικότητας προς αυτά των μητροπολιτικών κέντρων.
Εντoύτoις, παρά τη ριζική διαφoρά στα αίτια της μείωσης της ανταγωνιστικότητας, η πoλιτική πoυ ακoλoυθήθηκε στo πλαίσιo της μετα-Μάαστριχτ Ευρώπης ήταν κoινή για όλα τα μέλη και καθoριζόταν από τις ανάγκες και τα συμφέρoντα τoυ κέντρoυ. Έτσι, τo Ευρωπαϊκό κεφάλαιo προχώρησε με την Ενιαία Αγορά σε μια oικoνoμική ενoπoίηση νεo-φιλελεύθερoυ χαρακτήρα (η οποία ολοκληρώθηκε στη συνέχεια με την ΟΝΕ και την Ευρωζώνη), στην oπoία προσχώρησαν αμέσως τόσο οι τ. σοσιαλδημοκράτες και νυν σοσιαλ-φιλελεύθεροι, όσο και η Ευρω-αριστερά.
«Eλεύθερες» αγoρές, όμως, σημαίνουν όχι μόνo ανοικτές αγορές (δηλ. την απρόσκoπτη κίνηση εμπoρευμάτων, κεφαλαίoυ και εργασίας) αλλά και «ελαστικές» αγoρές, (δηλ. την εξαφάνιση των «εμπoδίων» στoν ελεύθερo σχηματισμό των τιμών, αλλά και των μισθών, καθώς και τον γενικότερo περιoρισμό τoυ Κρατικoύ ρόλoυ στoν έλεγχo της oικoνoμικής δραστηριότητας) ―με άλλα λόγια, τον δραστικό περιορισμό του στοιχείου «εθνικής οικονομίας». Και αυτή ήταν η oυσία της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης πoυ χαρακτήριζε τo νέo θεσμικό πλαίσιo της ΕΟΚ. Στην πραγματικότητα, η συνθήκη του Μάαστριχτ θεσμοποιούσε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τις αλλαγές που είχαν εισαχθεί από τη Θάτσερ στη Βρετανία και τον Ρίγκαν στις ΗΠΑ. Οι αλλαγές αυτές, με τη σειρά τους, είχαν ήδη επιβληθεί «από κάτω», από τις πολυεθνικές, στη διαδικασία διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς (π.χ. με την αγορά Ευρω-δολαρίων, ευρω-γιέν κ.λπ.). Αντίθετα, τελείως διαφoρετική εικόνα της oλoκλήρωσης έδινε ένα παλαιότερο κείμενo της Ευρωπαϊκής Επιτρoπής[6] πoυ oυσιαστικά πρόβλεπε «ενδεικτικό σχεδιασμό» σε πανευρωπαϊκό επίπεδo. Και αυτή ήταν και η oυσία της σoσιαλδημoκρατικής πρότασης: ένα είδoς διεθνoπoιημένoυ Κεϋνσιανισμoύ (δηλαδή, Κoινoτικoύ παρεμβατισμoύ στoν έλεγχo της oικoνoμικής δραστηριότητας) πoυ αναπόφευκτα θα έπρεπε να αντικαταστήσει τoν εθνικό Κεϋνσιανισμό. Αναπόφευκτα, γιατί η Κεϋνσιανή στρατηγική είναι ανεφάρμoστη σε στενά εθνικά πλαίσια, όταν επικρατoύν συνθήκες ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίoυ και εργασίας. Ο καταπoντισμός, δηλαδή, της σoσιαλδημoκρατικής συναίνεσης, πoυ άρχισε με την άνθηση τoυ νεoφιλελευθερισμού στη δεκαετία του 1980 —όχι σαν αποτέλεσμα κάποιας συνωμοσίας, οπως υποστηρίζουν αφελείς συνωμοσιολογικές, αλλά και αποπροσανατολιστικές για το λαϊκό κίνημα, «θεωρίες» τύπου Naomi Klein[7], αλλά σαν αποτέλεσμα των προαναφερθεισών αλλαγών απο τα κάτω που είχε φέρει η αυξανόμενη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς— παραμέρισε και τις σχετικές πρoτάσεις για μια Ευρωπαϊκή Κευνσιανή στρατηγική.
Στη συνέχεια, η εισαγωγή του Ευρώ σήμαινε ότι για να επιτυγχάνεται η σταθερότητα των τιμών στην Ευρωζώνη έπρεπε τα δημοσιονομικά ελλείμματα να ελαχιστοποιούνται, όπως επέβαλε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο ακριβώς επειδή δεν ετηρείτο απο πολλές χώρες, ακόμη και του κέντρου, οδήγησε τώρα στην ανάγκη συνταγματικής απαγόρευσης των ελλειμμάτων. Και αυτό, διότι η μόνη δυνατότητα που μένει στις ελίτ, κάτω από τις συνθήκες αυτές, για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας είναι η συμπίεση του κόστους παραγωγής και η ελαχιστοποίηση του φορολογικού βάρους πάνω στα κέρδη και τα εισοδήματα της ίδιας της ελίτ. Όταν δηλαδ η αύξηση της παραγωγικότητας δεν είναι δυνατή, λόγω της απουσίας σημαντικών επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες κ.λπ. (όπως ήταν η περίπτωση της χώρας μας), τότε μένει μόνο η απειλή της ανεργίας και της ανασφάλειας, καθώς και η παράλληλη «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας, στην οποία άλλωστε εξακολουθεί να στηρίζεται η «πολιτική» απασχόλησης της Ευρωζώνης, παρά τα ευχολόγια της συνθήκης του Άμστερνταμ. Με βάση τα δεδομένα αυτά δεν είναι περίεργο ότι η μεν οικονομική και πολιτική ελίτ μας είχε πάντα εναποθέσει τις ελπίδες της στις ξένες επενδύσεις, και σήμερα αυτή αποτελεί τη μόνη ελπίδα της για ανάπτυξη, οι δε Οικολόγοι Πράσινοι στην «πράσινη» ανάπτυξη και οι παλαιό-Μαρξιστές στο κίνημα αλληλεγγύης υπερ της Ελλάδος και την πάλη για την ανάπτυξη ενός πανευρωπαϊκού κινήματος που θα αλλάξει τον συσχετισμό δυνάμεων και θα οδηγήσει σε μια Ευρώπη των λαών --και άλλα παραμύθια στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών που επιβάλλει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.
Αν λοιπόν δούμε τις αδιέξοδες, δήθεν λύσεις, που πρότεινε η αριστερά αυτή, τότε μπορούμε να καταλάβουμε πώς κατάφεραν η ντόπια και η ξένη Χούντα να περάσουν τα κτηνώδη μέτρα. Και αυτό, διότι οι «λύσεις» αυτές δεν θεμελιώνονται στη βασική διαπίστωση πως η μονομερής έξοδος, όχι απλά από την Ευρωζώνη, αλλά και από την ΕΕ, καθώς και η επιβολή αυστηρών κοινωνικών ελέγχων στις «4 αγορές», είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την έξοδο απο την καταστροφική κρίση, μαζί με την ακύρωση των δανειακών συμβάσεων, την αναγκαστική απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση κάθε κοινού αγαθού που έχει περιέλθει, μέσα από τη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων, στην ιδιοκτησία των ξένων και ντόπιων ελίτ. Όλα αυτά και άλλα μέτρα[8] θα έπρεπε να έχουν μακροπρόθεσμο στόχο την οικοδόμηση της παραγωγικής δομής της χώρας, (η οποία έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά μετά την πλήρη ενσωμάτωσή της στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, και ιδιαίτερα μετά την ένταξή μας στην ΕΟΚ/ΕΕ), και τη δημιουργία ενός συναφούς καταναλωτικού πρότυπου που θα στήριζε μια αυτοδύναμη (όχι αυτάρκη) οικονομία. Η αυτοδύναμη οικονομία αποτελεί άλλωστε την μόνη δυνατή διέξοδο από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, που προσφέρει εναλλακτική λύση στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Και φυσικά αυτό δεν σημαίνει «απομονωτισμό» όπως διαστρεβλώνουν την αυτονομία οι «Ευρωπαϊστές» στη ρεφορμιστική Αριστερά, τα Πανεπιστήμια κ.λπ. που έχουν άμεσα ή έμμεσα οικονομικά και άλλα συμφέροντα από την παραμονή μας στην ΕΕ. Αυτή είναι η μόνη φιλολαϊκή λύση, ιδιαίτερα αν αποτελέσει τμήμα οικονομικών ενώσεων με γειτονικές χώρες σε παρόμοιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης (π.χ. χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, Βαλκανικές χώρες, χώρες της Βόρειας Αφρικής κ.λπ.). Οι νέες αυτές οικονομικές ενώσεις που θα θεμελιώνονται στην αλληλεγγύη των λαών, αντί για τις σημερινές ληστρικές ενώσεις του κεφαλαίου, όπως η ΕΕ, αποτελούν τον μόνο αληθινό διεθνισμό σήμερα, σε αντιδιαστολή με τον ψευτοδιεθνισμό της ρεφορμιστικής «Αριστεράς» που δήθεν θα κτιστεί μέσα στην ΕΕ!
Ο αγώνας για να κτιστεί ένα παλλαϊκό Μέτωπο κοινωνικής και, κατά συνέπεια, εθνικής απελευθέρωσης είναι σήμερα επιτακτική ανάγκη, εφόσον μόνο ένα παρόμοιο Μέτωπο θα μπορούσε να σταματήσει τη σημερινή καταστροφή και να ανοίξει τον δρόμο, αρχικά, για μια αυτοδύναμη οικονομία και, τελικά, για τη μορφή απελευθερωτικής κοινωνίας που θα επέλεγε ο Λαός.
* Το άρθρο αυτό , όπως και το προηγούμενο (22/2/2012), ανήκει στη σειρά των άρθρων που “δεν χωρά” στη νέα μεταλλαγμένη και δήθεν “αυτοδιαχειριζόμενη” εφημερίδα «Οι εργαζόμενοι στην Ελευθεροτυπία», για τους λόγους που εξηγώ εδώ:
[1] Σ. Πεσματζόγλου, “Δεν είναι μια η Ευρώπη”, “Οι εργαζόμενοι”, 25/2/2012
[3] Γ. Μηλιός, “Σωτήριο μνημόνιο θα είναι μόνο εκείνο που θα ανατραπεί”!, στο ιδιο
[4] Leslie Sclair, The Transnational Capitalist Class (Blackwell, 2001)
[5] Η Ελλάδα ως Προτεκτοράτο της Υπερεθνικής ελίτ: Η ανάγκη για άμεση έξοδο απο την ΕΕ και για μια αυτοδύναμη οικονομία, (Γόρδιος, 2010)
[6] Claude Gruson, Commission of the European Communities , Τhe challenges ahead: A plan for Europe (Office for Official Publications of the European Communities, 1979),
[8] βλ. ΕΚΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΕΟ ΕΘΝΙΚΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟhttp://www.inclusivedemocracy.org/brochures/2011.11.13__neo_ethniko_koinoniko_metopo_extented.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου