Έξοδος τώρα από την διεθνοποιημένη Οικονομία της Αγοράς, την αντιπροσωπευτική ψευτο"Δημοκρατία" και την ΕΕ που εκφράζουν το σύστημα της Νεοφιλελεύθερης Παγκοσμιοποίησης! Χτίζουμε τώρα τις βάσεις μιας αυτοδύναμης οικονομίας και Πολιτείας, μια αποκεντρωμένη και αυτεξούσια κοινωνία με στόχο τη συνομόσπονδη Περιεκτική Δημοκρατία των λαών!

Σάββατο, Οκτωβρίου 30, 2010

Η ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΠΡΟΤΕΚΤΟΡΑΤΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΗΣ ΕΛΙΤ: Η ανάγκη για άμεση έξοδο από την ΕΕ και για αυτοδύναμη Οικονομία - Εκδήλωση

  Εκδήλωση για την παρουσίαση του νέου βιβλίου του Τάκη Φωτόπουλου

Στις 9 Νοεμβρίου, στην Κεντρική Αίθουσα της ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 20) και ώρα 7μμ θα παρουσιαστεί το νέο βιβλίο του Τάκη Φωτόπουλου με τίτλο:
«Η ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΠΡΟΤΕΚΤΟΡΑΤΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΗΣ ΕΛΙΤ: Η ανάγκη για άμεση έξοδο από την Ε.Ε. και για μια Αυτοδύναμη Οικονομία» (Εκδόσεις Γόρδιος). 
Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται τα πραγματικά (συστημικά) αίτια της σημερινής βαθιάς ελληνικής οικονομικής κρίσης, για την οποία δείχνεται ότι η ένταξή μας στην ΕΕ και την ΟΝΕ έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Αυτό σημαίνει ότι η άμεση έξοδος από την ΕΕ, στο πλαίσιο του προτεινόμενου πλήρως επεξεργασμένου πακέτου εναλλακτικών μέτρων, δεν αποτελεί μόνο την αναγκαία και επαρκή συνθήκη για την έξοδο από την κρίση χωρίς τη σημερινή κατεδάφιση των κοινωνικών κατακτήσεων δεκαετιών από τα ληστρικά μέτρα που επέβαλε η υπερεθνική ελίτ και η κοινοβουλευτική Χούντα. Είναι, επίσης, και η βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία των βάσεων οικονομικής αυτοδυναμίας (όχι αυτάρκειας) και τη συμβολή στο κτίσιμο μιας νέας Ευρώπης των λαών και των περιφερειών που θα βασίζεται στον αυτοκαθορισμό και την ποιοτική ανάπτυξη, στον δρόμο προς μια Περιεκτική Δημοκρατία.

To θέμα της συζήτησης στην παρουσίαση θα είναι: «Είναι αναγκαία η έξοδος από την ΕΕ για την έξοδο από την κρίση;»

Στο πάνελ των ομιλητών συμμετέχουν οι: Γιάννης Ελαφρός, Παναγιώτης Λαφαζάνης, Γιώργος Οικονομάκης, Γιάννης Ραχιώτης, Πάνος Δράκος και ο συγγραφέας.

Οι φίλες και φίλοι της ΠΔ καλούνται να συμμετάσχουν στη συζήτηση!

ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟΥ

Η θέση που αναπτύσσεται στο βιβλίο αυτό, τόσο για τα αίτια της σημερινής οικονομικής κρίσης όσο και για τον τρόπο διεξόδου από αυτή, διαφέρει ριζικά τόσο από τη θέση των σοσιαλφιλελευθέρων, όσο και από αυτή της παραδοσιακής Αριστεράς.

Οι πρώτοι αποδίδουν την ουσιαστική (αν και ακόμη όχι τυπική) χρεοκοπία  στη διαφθορά, την κακοδιαχείριση, τον υπέρογκο δημόσιο τομέα, τις ανελαστικές σχέσεις εργασίας, τα κλειστά επαγγέλματα κ.λπ.. Γι’ αυτό και η «λύση» που προτείνουν είναι τα ληστρικά κατά των λαϊκών στρωμάτων-- μέτρα που ήδη παίρνει η κοινοβουλευτική «Χούντα» του ΠΑΣΟΚ χωρίς την παραμικρή λαϊκή εξουσιοδότηση, κατ’ εντολή των ντόπιων και ξένων ελίτ, τα οποία στοχεύουν στη πλήρη ενσωμάτωση της οικονομίας στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και οδηγούν στη συνεχή επιδείνωση της κρίσης, τουλάχιστον όσον αφορά στα λαϊκά στρώματα.

Από την άλλη μεριά, οι εξηγήσεις της παραδοσιακής Αριστεράς συνήθως αποδίδουν τα αίτιά της στον «κακό» σχεδιασμό της ΟΝΕ που εγγενώς ευνοεί τα μητροπολιτικά  κέντρα και κυρίως την Γερμανία, η οποία αυξάνει την ανταγωνιστικότητά της σε βάρος των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου, ή στις «κακές» νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζει το Διευθυντήριο των Βρυξελλών . Γι’ αυτό και η εναλλακτική «λύση» της Αριστεράς αυτής επικεντρώνεται στην έξοδό μας από την ΟΝΕ, αλλά όχι και την ΕΕ, πράγμα που κάνει εντελώς αντιφατικές τις προτάσεις της για παράλληλη διαγραφή όλου ή μέρους του Χρέους.

Αντίθετα, για το βιβλίο αυτό η απώτερη αιτία της κρίσης θεμελιώνεται στην μεταπολεμική υιοθέτηση από τις ντόπιες πολιτικές και οικονομικές ελίτ ενός εξωστρεφούς μοντέλου οικονομικής «ανάπτυξης», το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία ενός διαστρεβλωμένου παραγωγικού προτύπου και ενός αντίστοιχου καταναλωτικού που οδήγησε σε ένα χρόνιο και συνεχώς διευρυνόμενο άνοιγμα μεταξύ του τι παράγουμε και τι καταναλώνουμε και σε μια χρόνια δομική κρίση που με την σημερινή έκρηξη του Χρέους σηματοδότησε το σκάσιμο της αναπτυξιακής «φούσκας». Όπως δείχνει το βιβλίο, η ένταξή μας στην ΕΕ και την ΟΝΕ έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι η άμεση έξοδος από την ΕΕ αποτελεί όχι μόνο την αναγκαία και επαρκή συνθήκη για την έξοδο από την κρίση χωρίς τη σημερινή κατεδάφιση των κοινωνικών κατακτήσεων δεκαετιών, αλλά και την βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία των βάσεων οικονομικής αυτοδυναμίας (όχι αυτάρκειας) και τη συμβολή στο κτίσιμο μιας νέας Ευρώπης των λαών και των περιφερειών που θα βασίζεται στον αυτοκαθορισμό και την ποιοτική ανάπτυξη.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 07, 2010

Η Εξέγερση των Ελίτ: Στον Αστερισμό της Ημιολοκληρωτικής «Δημοκρατίας»

Η κυβέρνηση δοσίλογων που υπηρετεί τα συμφέροντα της υπερεθνικής κατοχής που έχει εγκαθιδρυθεί στην Ελλάδα, προχώρησε, κάτω από πέπλο απόλυτης μυστικότητας, στην κατάργηση και των ελάχιστων ασφαλιστικών δικλείδων που περιλαμβάνονταν στην «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία (γνωστότερη και ως τρομονόμος), και διασφάλιζαν ―έστω και θεωρητικά― ότι μαχητικές ενέργειες που υποστηρίζουν συνδικαλιστικές δράσεις αλλά και δράσεις πολιτικής διαμαρτυρίας δεν μπορούσαν χαρακτηριστούν ως «τρομοκρατικές» πράξεις και να περιληφθούν στην δικαιοδοσία της νομοθεσίας για την καταπολέμηση της «τρομοκρατίας». Η αναθεώρηση αυτή που εγκρίθηκε εν κρυπτώ από το θερινό τμήμα της Βουλής κι έγινε γνωστή μόνο πριν από λίγες ημέρες, αναγάγει την πολιτική διαμαρτυρία και τις δυναμικές συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις σε εν δυνάμει τρομοκρατική πρακτική και θεσμοποιεί την έλευση του σοσιαλφασισμού στην Ελλάδα, περαιτέρω ποινικοποιώντας την Κοινωνική Πάλη στη χώρα.

Πλέον, η διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης, η πρόκληση φθοράς σε περιουσία, η πρόκληση σωματικών βλαβών και η παρακώλυση των συγκοινωνιών, ακόμη κι αν διενεργούνται στο πλαίσιο συλλογικών εκδηλώσεων πολιτικής διαμαρτυρίας, θα εκλαμβάνονται ως εχθρικές προς το Κράτος και το Σύστημα ενέργειες, θα ταξινομούνται ως πράξεις πολιτικής ανυπακοής που αποβλέπουν στον βίαιο εξαναγκασμό του Δημοσίου και θα τιμωρούνται με κακουργηματικές ποινές. Η νομική ταύτιση κάθε αντισυστημικής δράσης με την «τρομοκρατία», επικυρώνει τον εκφασισμό του καθεστώτος και αποτελεί πράξη ωμής επιβολής της θέλησης των ελίτ πάνω στα ετεροκαθοριζόμενα κοινωνικά στρώματα, μέσα στις συνθήκες ανελέητου κοινωνικού πολέμου που σηματοδότησε η υπογραφή του Μνημονίου.

Για μας η εξέλιξη αυτή συνιστά το φυσικό επιστέγασμα μιας λυσσαλέας εκστρατείας «από τα πάνω» που έχουν εξαπολύσει οι ελίτ παγκοσμίως, ιδιαίτερα μετά την Κρίση του Συστήματος της διεθνοποιημένης Οικονομίας της Αγοράς για την επιδείνωση των σχέσεων εξάρτησης και την εντατικοποίηση της οικονομικής καταπίεσης σε βάρος των μη-προνομιούχων κοινωνικών ομάδων. Η αύξηση της καταπίεσης στο πολιτικό επίπεδο, είναι το αναπόφευκτο συμπλήρωμα της αύξησης της ανισοκατανομής δύναμης στο πεδίο της οικονομίας. 

Κατά τη γνώμη μας, ο βαθμός σταθερότητας κάθε ετερόνομου καθεστώτος που χαρακτηρίζεται από την ασυμμετρία δύναμης μεταξύ των πολιτών και βασίζεται για την αναπαραγωγή του σε ιεραρχικές δομές και σχέσεις ―που διασφαλίζουν και συντηρούν αυτή την ασυμμετρία―, εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο τα υποτελή κοινωνικά στρώματα εσωτερικεύουν μέσω της διαδικασίας κοινωνικοποίησης τις ετερόνομες, ηγεμονικές αξίες που είναι συμβατές με το κυρίαρχο θεσμικό πλαίσιο και ως εκ τούτου φτάνουν να πιστεύουν ότι έχουν και οι ίδιες επενδυμένο συμφέρον στην αναπαραγωγή του εν λόγω καταπιεστικού κοινωνικού συστήματος.

Στην κρίσιμη ιστορική περίοδο που διανύουμε οι βασικοί ιδεολογικοί μύθοι που εκτρέφουν τις συνθήκες αναπαραγωγής του συστήματος και δικαιολογούν την αυξανόμενη τάση για συγκέντρωση όλων των μορφών δύναμης σε όλο και λιγότερα χέρια διαψεύδονται βίαια και καταρρέουν με αποτέλεσμα η διαδικασία κοινωνικοποίησης να είναι όλο και λιγότερο αποτελεσματική Η υπόσχεση της επέκτασης της καταναλωτικής κοινωνίας χάνει τη λάμψη της και φαντάζει κίβδηλη όταν τα εισοδήματα πετσοκόβονται και η βαριά φορολογία πλήττει την έτσι κι αλλιώς πενιχρή αγοραστική δύναμη των λαϊκών στρωμάτων. Η προοπτική της κοινωνικής κινητικότητας (δηλαδή οι ευκαιρίες αναρρίχησης στην κοινωνική πυραμίδα) που εξασφαλίζε την ανοχή μεγάλου μέρους του πληθυσμού για τον ιεραρχικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας παύει να εκπέμπει την ιδεολογική έλξη της κι εξαφανίζεται από τον ορίζοντα μπροστά στο απειλητικό φάσμα της «προλεταριοποίησης» των μεσαίων και μικρομεσαίων στρωμάτων.

Σε αυτό το πλαίσιο γενικευμένης αναταραχής των θεμελιώδων συστημικών παραμέτρων, η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» δεν αισθάνεται τόσο ασφαλής όσο παλιά. Εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει τις τυπικές φόρμες της συνταγματικής διακυβέρνησης. Διατηρεί το περίβλημα των θεσμών πολιτικής αντιπροσώπευσης, εισάγοντας παράλληλα ένα κατασταλτικό νομοθετικό οπλοστάσιο ―από φασίζουσες, ημιολοκληρωτικές ρυθμίσεις― που στόχο έχει να καλύψει μέσω της πολιτικής, της φυσικής βίας και του εξαναγκασμού τις ανεπάρκειες της διαδικασίας κοινωνικοποίησης.

Η τελική συστημική μορφή που λαμβάνει ένα ετερόνομο καθεστώς, ο βαθμός συμμετοχής στην πολιτική διαδικασία που παρέχει στους υπηκόους του και η νομική κατοχύρωση που επιφυλάσσει σε ορισμένα «φυσικά» και «αναφαίρετα» δικαιώματα τους, είναι για εμάς πρωτίστως ζήτημα ποσοτικό, όχι ποιοτικό, και προκύπτει κάθε φορά από την ιστορική έκβαση της Κοινωνικής Πάλης μέσα στις δεδομένες επιμέρους αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες. Σε συμφωνία με την ανάλυση της ΠΔ για την ατομική και κοινωνική αυτονομία, δεν υφίσταται για εμάς ουσιαστικός διαχωρισμός ανάμεσα σε «κακά» δικτατορικά καθεστώτα της υπανάπτυκτης περιφέρειας του διεθνούς συστήματος και «καλά», «δημοκρατικά» καθεστώτα του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κέντρου, εάν δεν συνυπολογίζονται εξίσου ο οικονομικός και κοινωνικός παράγοντας στην κάθε περίπτωση και η θέση τους σε σχέση με το διεθνοποιημένο σήμερα σύστημα και την υπερεθνική ελίτ. 

Οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί είναι κρατικιστικοί πολιτικοί θεσμοί που αποσπούν και διαχωρίζουν την Πολιτική από την Κοινωνία κι ευνοούν την συγκέντρωση πολιτικής δύναμης στα χέρια μιας μικρής επαγγελματικής πολιτικής ελίτ, που αποκτά το δικαίωμα να διευθύνει και να μορφοποιεί αυθαίρετα τις βασικές παραμέτρους της πολιτικής, αλλά και –-λιγότερο— της οικονομικής και κοινωνικής ζωής πέρα από τον έλεγχο και τη βούληση της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών. Έτσι, η διάκριση των καθεστώτων που κάνει η ΠΔ δεν αφορά απλά τους πολιτικούς θεσμούς (Αντιπροσωπευτική «Δημοκρατία», Δικτατορία κτλ.) που εύκολα μπορεί να οδηγήσει ένα μέσο φιλελεύθερο (αλλά και κάποιους «ελευθεριακούς») σε συμπεράσματα για ανωτερότητα ενός καθεστώτος απέναντι στο άλλο, με βάση την υποτιθέμενη ποιοτική προσέγγιση της αυτονομίας μέσω της κατοχύρωσης κάποιων ατομικών δικαιωμάτων, αλλά είναι ανάμεσα σε καθεστώτα που υποστηρίζουν και τυποποιούν διαφορετικά είδη σχέσεων ανισοκατανομής δύναμης και ετερονομίας (πολιτική, οικονομική, κοινωνική). Με άλλα λόγια, οι διαφορές μεταξύ διαφόρων ειδών ετερόνομων καθεστώτων είναι ποσοτικές και όχι ποιοτικές και δεν συρρικνώνονται «κατά το δοκούν» μόνο στην πολιτική, οικονομική ή κοινωνική σφαίρα αλλά κρίνονται ολιστικά.

Γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω ότι τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα ―στο μέτρο που συνιστούν παραχώρηση στην οποία εξαναγκάζονται να προβούν οι κυρίαρχες ελίτ ως αποτέλεσμα της πίεσης που ασκούν τα ετεροκαθοριζόμενα κοινωνικά στρώματα μέσω της εντατικοποίησης της Κοινωνικής Πάλης― αποτελούν απλά αναγκαίο ανάχωμα στη συστημική βία και δεν μπορούν να αποτελούν αυτοσκοπό για ένα κίνημα αυτοκαθορισμού σε όλα τα επίπεδα όπως η ΠΔ. Κι αυτό διότι προϋποθέτουν την ύπαρξη μιας ετερόνομης πολιτικής εξουσίας εναντίον της οποίας θεσπίζονται και στρέφονται, ενώ μια ΠΔ λειτουργεί έξω από το πολιτικό σύστημα της αντιπροσωπευτικής «Δημοκρατίας» και το Κράτος. Δεύτερον, διότι η ύφεση σε μια δεδομένη χρονική περίοδο της Κοινωνικής Πάλης από τη μεριά των μη-προνομιούχων κοινωνικών ομάδων ―που μπορεί να θεωρήσουν ότι εκπλήρωσαν τους στρατηγικούς στόχους τους με την κατοχύρωση των εν λόγω δικαιωμάτων― μοιραία θα επιφέρει την αντεπίθεση των ελίτ (όπως γίνεται τώρα με την «εξέγερση» τους) που κατέχουν τη θεσμική δύναμη στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο και θα εκφραστεί μέσα από την κατάργηση εκείνων των κρίσιμων κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων που μέσω της ύπαρξης τους επιβάλλουν κάποιου είδους κοινωνικό έλεγχο και περιορίζουν την αυθαιρεσία των ελίτ στην άσκηση της εξουσίας τους. 

Αυτό δεν συμβαίνει απλώς γιατί τα μέλη της ελίτ εμφορούνται από αντικοινωνικές αντιλήψεις και νοοτροπίες, αλλά οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι σε μια ετερόνομη κοινωνία η Κοινωνική Πάλη αποτελεί δομικό στοιχείο της κοινωνικής πραγματικότητας και απορρέει από την εγγενή συστημική αντίθεση ανάμεσα στα συμφέροντα και τους σκοπούς της κυρίαρχης μειονότητας ―η οποία φυσιολογικά αποβλέπει στη συνέχιση και αναπαραγωγή της κυριαρχίας της― και στα συμφέροντα και τους σκοπούς μεγάλου τμήματος των υποτελών κοινωνικών ομάδων ―που σαν συνέπεια της κοινωνικής θέσης τους, δεν βρίσκουν έκφραση στις συγκεντρωτικές δομές κυριαρχίας της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας.

Γι’ αυτούς τους λόγους, η Περιεκτική Δημοκρατία δεν προτείνει έναν σισύφειο αγώνα υπεράσπισης των κεκτημένων με σκοπό την επιστροφή σε μια «χρυσή εποχή» όπου τα πολιτικά δικαιώματα και οι ατομικές ελευθερίες υποτίθεται ότι γίνονταν σεβαστά από τους κυριάρχους. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι οι ατομικές ελευθερίες και τα πολιτικά δικαιώματα έχουν νόημα μόνο όταν αξιοποιούνται συνειδητά αμυντικά στο πλαίσιο της Κοινωνικής Πάλης με σκοπό την δημιουργία των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών που θα οδηγήσουν στην κατάλυση των ιεραρχικών δομών και την απελευθέρωση του ανθρώπου σε όλα τα επίπεδα. ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΑΝΤΑ ΕΝΟΣ ΑΝΤΙΥΣΥΣΤΗΜΙΚΟΥ ΠΡΟΤΑΓΜΑΤΟΣ. 

Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να παλεύουμε για τη διατήρηση των δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών ως αυτοσκοπό, αλλά συμπληρωματικά στην αντισυστημική μας πάλη για την συνεχή διεύρυνση τους μέσω της δημιουργικής ένταξης τους σε ένα απελευθερωτικό πολιτικό ΠΡΟΤΑΓΜΑ, ΜΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ που θα στοχεύει στην κατάλυση των ιεραρχικών δομών και σχέσεων, στην καθολική ανατροπή του συστήματος και την αντικατάσταση του από μια εναλλακτική μορφή ελευθεριακής και αμεσοδημοκρατικής κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης. Μέσα σε ένα τέτοιο απελευθερωτικό πολιτικό πλαίσιο, ο αγώνας για την προάσπιση των δικαιωμάτων θα χάσει τον απλά ρεφορμιστικό χαρακτήρα που έχει σήμερα και θα συμβάλει στην υπεράσπιση του κινήματος για την ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή.